- ἱμεροθαλής
- ἱμερο-θᾱλής, ές, ([etym.] θάλλω) [dialect] Dor. for -θηλής,A sweetly blooming,
ἔαρ AP9.564
([place name] Nicias): vulg. ἡμεροθ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔαρ AP9.564
([place name] Nicias): vulg. ἡμεροθ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιμεροθαλής — ἱμεροθαλής, ές (Α) αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο θαλής, πολυ θαλής] … Dictionary of Greek
ἱμεροθαλές — ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλής sweetly blooming masc/fem voc sg (doric) ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλής sweetly blooming neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… … Dictionary of Greek